- ποθεινως
- ποθεινῶςс большим желанием
ποθεινοτέρως ἔχειν τινός Xen. — горячо желать чего-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ποθεινοτέρως ἔχειν τινός Xen. — горячо желать чего-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ποθεινῶς — ποθεινός full of longing adverbial ποθεινός full of longing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… … Dictionary of Greek